- μουγγαίνω
- (αόρ. (ε)μούγγανα, παθ. αόρ. (ε)μουγγάθηκα) μετ. делать немым; заставлять молчать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μουγγαίνω — [μουγγός] 1. καθιστώ κάποιον μουυγό, βουθαίνω 2. μτφ. κάνω κάποιον να μείνει άναυδος, τόν αποστομώνω … Dictionary of Greek